νότα ή φθόγγος

νότα ή φθόγγος
Τα ιδιαίτερα σημεία που χαρακτηρίζουν ένα σύστημα σημειογραφίας. Στη λατινική περιοχή κάθε ν. αναγνωρίζεται από την ορολογία που υιοθέτησε ο Γκουίντο ντ’ Αρέτσο: ντο (ή ουτ), ρε, μι, φα, σολ, λα. Το σι εισήχθη αργότερα. Στην αγγλοσαξονική περιοχή, με μια διαφορά μεταξύ των αγγλόφωνων και των γερμανόφωνων χωρών σχετικά με το γράμμα Β (που σημαίνει σι για τους Άγγλους και σι έλασσον για τους Γερμανούς), κάθε ν. ορίζεται με ένα γράμμα του αλφαβήτου αρχίζοντας από το λα, που ισοδυναμεί με το γράμμα A. Η κλίμακα λα, σι, ντο, ρε, μι, φα, σολ αναλογεί με την αλφαβητική διαδοχή Α, Β, C, D, Ε, F, G (και Η για τους Γερμανούς με την αξία του φυσικού σι). Ανάλογα με τη μορφή της, η κάθε ν. έχει τη διάρκειά της σε σχέση με μια μονάδα μέτρησης (τέσσερις κινήσεις), που έχει καθοριστεί από την ημιβραχεία από την οποία προέρχεται η ειδική ορολογία που αναφέρεται στη διάρκεια μιας νότας: ημίβραχυ, ελάχιστον, ημιελάχιστον, χρώμα, ημίχρωμα, δίχρωμα, ημιδίχρωμα που αναλογούν με ένα μέτρο, 1/2 μέτρο, 1/4, 1/8, 1/16, 1/32 και 1/64 του μέτρου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φθόγγος — ο, ΝΜΑ 1. η ανθρώπινη, κυρίως, φωνή, η οποία παράγεται από τα φωνητικά όργανα 2. το σχετικό γραφικό σύμβολο, γράμμα (α. «ο φθόγγος α» β. «ὦ παιδίον ἐν τῷ τελευταίῳ τῶν φθόγγων ὑπὸ βαρβαρισμοῡ πρὸς τὸ σίγμα ἐξενεχθῆναι καὶ εἰπεῑν ὦ παιδίος ἀντὶ… …   Dictionary of Greek

  • φθόγγος — ο 1. ο έναρθρος ήχος που παράγεται με τα φωνητικά όργανα, η φωνή, ο ήχος της φωνής. 2. (μουσ.), ήχος ορισμένης οξύτητας που παράγεται από την ανθρώπινη φωνή ή από μουσικό όργανο, ο μουσικός ήχος, το μουσικό σημείο, η νότα. 3. το φθογγόσημο (βλ. λ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… …   Dictionary of Greek

  • φωνή — η 1. οήχος που παράγεται από το λάρυγγα και τη στοματική κοιλότητα ανθρώπων και ζώων. 2. κραυγή, ξεφωνητό, αναφώνηση: Φωνήν τρόμου η Ελλάδα σέρνει (Δ. Σολωμός). 3. οχλοβοή: Ακούγονταν φωνές, κακό, χαλασμός κόσμου. 4. η φωνή που τραγουδάει, φωνή… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”